- ἀτιθάσων
- ἀτίθασοςmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιπποδιώκτης — ἱπποδιώκτης, δωρ. τ. ιπποδιώκτας, ὁ (Α) 1. ιππηλάτης*, ηνίοχος, αναβάτης ατίθασων ίππων 2. επιγρ. είδος μονομάχου … Dictionary of Greek
κημός — ο (ΑΜ κημός, Α δωρ. τ. καμός) νεοελλ. σιδερένιο ημικυκλικό έλασμα που εφαρμόζεται στη μύτη τών ατίθασων αλόγων κατά την εξάσκηση τους μσν. καπίστρι αρχ. 1. φίμωτρο που τοποθετούσαν γύρω από το στόμα τού αλόγου για να μη δαγκώνει («εἰδέναι δὲ χρὴ… … Dictionary of Greek
Ντίλον, Ματ — (Matt Dillon, Νέα Υόρκη 1964 –). Αμερικανός ηθοποιός του κινηματογράφου. Ο Ν. διακρίθηκε κυρίως σε ρόλους ατίθασων, επαναστατημένων εφήβων, πείθοντας εύκολα αφού και ο ίδιος έκανε την πρώτη του εμφάνιση στην μεγάλη οθόνη σε ηλικία μόλις 15 ετών.… … Dictionary of Greek